- τεχνικός
- -ή, -ό / τεχνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη]1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» — καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης)2. αυτός που έχει ασκηθεί σε κάτι, επιτήδειος, επιδέξιος3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρακτική εφαρμογή τών ανθρώπινων γνώσεων, εμπειρικός, πρακτικός, σε αντιδιαστολή προς το θεωρητικός4. κατασκευασμένος με τέχνη, με επιδεξιότητα, περίτεχνος5. αυτός που είναι προϊόν τέχνης («τεχνικό έργο»)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. βλ. τεχνική2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τεχνικόςο ειδικός σε κάποια τέχνη, ιδίως σε πρακτικές εφαρμογές3. φρ. α) «τεχνική εκπαίδευση» — η θεωρητική και πρακτική προετοιμασία τών σπουδαστών για επαγγέλματα που σχετίζονται με τις εφαρμοσμένες επιστήμες και τη σύγχρονη τεχνολογία και που θεωρούνται ανώτερα από τις πρακτικές τέχνες, αλλά κατώτερα από τα επιστημονικά επαγγέλματαβ) «Τεχνικά Επαγγελματικά Ιδρύματα - ΤΕΙ» — ανώτερα ιδρύματα τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσηςγ) «Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια - TEΛ» — κλάδος λυκείων στα οποία δίνονται στους μαθητές οι απαιτούμενες τεχνικές ή άλλες επαγγελματικές γνώσεις για ανάπτυξη τών δεξιοτήτων τους ώστε μετά την αποφοίτηση τους να μπορούν να απασχοληθούν με επιτυχία σε ορισμένο τεχνικό επαγγελματικό κλάδοδ) «τεχνική βοήθεια»τεχνολ. η μεταβίβαση τεχνικών γνώσεων και η παροχή υλικού από τις τεχνολογικά και οικονομικά ανεπτυγμένες προς τις υπό ανάπτυξη χώρες τού πλανήτηε) «Τεχνικό Επιμελητήριο τής Ελλάδας» — επιμελητήριο που επιβλέπει γενικά την προαγωγή τής τεχνικής κίνησης τής χώρας και μέλη του είναι πολιτικοί μηχανικοί, μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, μεταλλειολόγοι, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, ναυπηγοί και χημικοί μηχανικοί τού ΕΜΠαρχ.1. πανούργος, ραδιούργος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τεχνικοία) οι ρητοροδιδάσκαλοιβ) οι γραμματικοί3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνικόνη πρακτική τέχνη.επίρρ...τεχνικώς / τεχνικῶς ΝΜΑ, και τεχνικά Νσύμφωνα με τους κανόνες τής τέχνης, με ιδιαίτερη τεχνική επιδεξιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.